σημαιοστολίζω

σημαιοστολίζω
μετ. украшать знамёнами, флагами; вывешивать флаги (на домах и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "σημαιοστολίζω" в других словарях:

  • σημαιοστολίζω — σημαιοστολίζω, σημαιοστόλισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σημαιοστολίζω — Ν 1. αναρτώ σημαίες σε χώρο ή σε κτήριο για τον εορτασμό χαρμόσυνου γεγονότος 2. ναυτ. υψώνω τον μικρό ή τον μεγάλο σημαιοστολισμό 3. μτφ. στολίζω, διακοσμώ 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) σημαιοστολισμένος, η, ο α) στολισμένος με σημαίες β) ειρων.… …   Dictionary of Greek

  • σημαιοστολίζω — σημαιοστόλισα, σημαιοστολίστηκα, σημαιοστολισμένος, στολίζω με σημαίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σημαιοστολισμένος — η, ο, Ν βλ. σημαιοστολίζω …   Dictionary of Greek

  • σημαιοστολισμός — ο, Ν 1. (σχετικά με χώρο ή κτήρια) ανάρτηση, τοποθέτηση σημαιών («για την εθνική επέτειο θα γίνει επίσημος σημαιοστολισμός») 2. μτφ. διακόσμηση, καλλωπισμός 3. ναυτ. α) «μεγάλος σημαιοστολισμός» η πρόσδεση σημαιών και σημάτων σε συρματόσχοινα από …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»